ψιλοκοσκίνισμα

ψιλοκοσκίνισμα
το, -ατος
1. κοσκίνισμα με πολύ λεπτό κόσκινο.
2. λεπτολογία, ακριβολογία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψιλοκοσκίνισμα — το, Ν [ψιλοκοσκινίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψιλοκοσκινίζω …   Dictionary of Greek

  • εξονύχιση — η έρευνα που γίνεται λεπτομερειακά και με κάθε ακρίβεια, λεπτολόγηση, ψιλοκοσκίνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψιψίρισμα — το, ατος λεπτολογία, ψιλοκοσκίνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”